υπερευδαιμων

υπερευδαιμων
    ὑπερευδαίμων
    ὑπερ-ευδαίμων
    2, gen. ονος в высшей степени счастливый Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "υπερευδαιμων" в других словарях:

  • υπερευδαίμων — ον, Α [εὐδαίμων] πανευτυχής, τρισευτυχισμένος …   Dictionary of Greek

  • ὑπερευδαίμονα — ὑπερευδαίμων utterly blessed neut nom/voc/acc pl ὑπερευδαίμων utterly blessed masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερευδαιμόνων — ὑπερευδαίμων utterly blessed gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερευδαίμονας — ὑπερευδαίμων utterly blessed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαίμονας — ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η) πονηρό πνεύμα, διάβολος νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος 2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!» 3. δαίμων ο αστέρας β τού …   Dictionary of Greek

  • υπερευδαιμονώ — έω, Α [ὑπερευδαίμων, ονος] είμαι πολύ ευτυχισμένος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»